- κλωσσοπούλι
- και κλωσσόπουλο, τονεοσσός τής όρνιθας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek